ῥαβδίου

ῥαβδίου
ῥαβδίον
little rod
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… …   Dictionary of Greek

  • απολυταριά — η 1. βολή, ρίξιμο λίθου ή ραβδιού εναντίον ζώου ή ανθρώπου 2. ρίξιμο σουρτοθηλιάς σε θηράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυτάρι + ( ι)ά] …   Dictionary of Greek

  • απορραβδούμαι — ἀπορραβδοῡμαι ( έομαι) (Μ) γέρνω και παίρνω το σχήμα του ραβδιού …   Dictionary of Greek

  • λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… …   Dictionary of Greek

  • νωτοχορδή — η βιολ. ο πρώτος εμβρυϊκός εσωτερικός σκελετικός σχηματισμός που παρατηρείται στο σώμα τών χορδωτών και τού πρώιμου εμβρύου τών σπονδυλοζώων, υπό μορφή λεπτού ραβδίου από κυτταρώδη ιστό και που στα ζώα, από τους ιχθύς ώς και τα θηλαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • ραβδίτης — (I) ο, Ν βιολ. πρωτεϊνικός ενδοκυτταρικός σχηματισμός, με μορφή ραβδίου και άγνωστη λειτουργία, ο οποίος περιέχεται στο καλυπτήριο σύστημα τής πλανάριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhabdite (< ράβδος + επίθημα ίτης)]. (II) ο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • ραβδιστήρα — η, Ν είδος μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα τών καρπών τών δέντρων και ιδίως τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. ραβδιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα τήρ(α) (πρβλ. βαφτισ τήρα, ποτισ τήρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”